γλωσσού

γλωσσού
η
φλύαρη και αυθάδης γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βυζού — η αυτή που έχει μεγάλα βυζιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυζί + (μεγεθ. κατάληξη) ου (πρβλ. γλωσσού, υπναρού)] …   Dictionary of Greek

  • καρακάξα — η 1. το πουλί κίσσα 2. μτφ. (για γυναίκες) η άσχημη και γλωσσού, ασχημογυναίκα, στρίγγλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < καρα * + κίσσα. Η ετυμολ. όμως αυτή παρουσιάζει σοβαρά φωνητικά προβλήματα. Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ …   Dictionary of Greek

  • Κατράκης, Πότης — (Δαιμονιά Λακωνίας 1930 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1974 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος του… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσάς — ο θηλ. ού ο φλύαρος, ο αυθάδης, ο κουτσομπόλης: Η γυναίκα του είναι ιδιότροπη και γλωσσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλωσσοκοπάνα — η γυναίκα πολυλογού, γλωσσού: Την αποφεύγω γιατί είναι γλωσσοκοπάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρακάξα — η 1. το πουλί κίσσα η μακρόουρη: Οικυνηγοί δε σκοτώνουν τις καρακάξες. 2. γυναίκα άσχημη και γλωσσού: Μη δίνεις απάντηση σ αυτή την καρακάξα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαούσης — ο 1. λοχίας του τουρκικού στρατού. 2. μτφ., άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς. 3. το θηλ., τσαούσα γυναίκα γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, αυταρχική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”